- κρουσιμετρώ
- (Α κρουσιμετρῶ, -έω) [κρουσιμέτρης]νεοελλ.εξετάζω το έδαφος με χτύπημα για να βρω υπόγεια φλέβα νερούαρχ.εξαπατώ κατά το ζύγισμα τού σίτου χτυπώντας τη ζυγαριά («κρουσιμετρεῑν, ἐλλιπῶς μετρεῑν καὶ ἐνδεῶς», Ησύχ.).
Dictionary of Greek. 2013.